- ἄνοστος
- ἄ-νοστος: without return (cf. ἀνόστιμος), Od. 24.528†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἄνοστος — unreturning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνοστος — (I) ἄνοστος, ον (Α) [νόστος «επιστροφή»] εκείνος που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην πατρίδα («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»). (II) η, ο (Α ἄνοστος, ον) [νόστος (II) «γεύση»] χωρίς νοστιμιά, άγευστος, ανούσιος νεοελλ. εκείνος που δεν προκαλεί… … Dictionary of Greek
άνοστος — η, ο επίρρ. α ανούσιος, άχαρος: Τα κοτόπουλα τα τελευταία χρόνια είναι τελείως άνοστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνόστως — ἄνοστος unreturning adverbial ἄνοστος unreturning masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοστον — ἄνοστος unreturning masc/fem acc sg ἄνοστος unreturning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστότερα — ἄνοστος unreturning neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόστους — ἄνοστος unreturning masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόστων — ἄνοστος unreturning masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοστοι — ἄνοστος unreturning masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανοστεύω — 1. γίνομαι άνοστος, ανοσταίνω 2. χάνω την ανοστιά μου («με αυτό το φάρμακο ξανοστεύει το στόμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. και στερ. ξ(ε) * + ανοστεύω (< άνοστος)] … Dictionary of Greek
Pontic Greek — language name=Pontic Greek nativename=Ποντιακά, Ρωμαίικα familycolor=Indo European states=Greece, Russia, Ukraine, Georgia, Kazakhstan, Turkey, Germany, The Netherlands region=Southeastern Europe speakers=324,535 fam2=Greek fam3=Koine… … Wikipedia